υποτροπιασμός

υποτροπιασμός
ο / ὑποτροπιασμός, ΝΑ [ὑποτροπιάζω]
υποτροπή, επανεμφάνιση νόσου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποτροπιασμός — relapse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτροπιασμός — ο η υποτροπή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποτροπιασμούς — ὑποτροπιασμός relapse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτροπιασμόν — ὑποτροπιασμός relapse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιγκότησις — παλιγκότησις, ἡ (Α) [παλιγκοτώ] υποτροπιασμός πληγής, η εκ νέου φλόγωση έλκους …   Dictionary of Greek

  • υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… …   Dictionary of Greek

  • υποτροπίαση — η, Ν υποτροπιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτροπιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτροπίασις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”